- χρυσάνιος
- χρυσάνιος, [dialect] Dor. for χρυσήνιος (q. v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσάνιος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. χρυσήνιος … Dictionary of Greek
χρυσάνιος — χρῡσά̱νιος , χρυσήνιος with reins of gold masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσήνιος — και δωρ. τ. χρυσάνιος, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. (ως προσωνυμία θεών και θεαινών) αυτός που έχει χρυσά ηνία («οὐδ ἀλαὸς σκοπιὴν εἶχε χρυσήνιος Ἄρης», Ομ. Οδ.) 2. προσωνυμία τού Άδου 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χρυσήνιος δίφρος εὐάρμοστος». [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek